- προσωπολατρία
- η, Ν1. λατρεία προς ένα πρόσωπο2. (κοινων. -πολ.) όρος που χρησιμοποιήθηκε, για πρώτη φορά, από το 20ό Συνέδριο τού Κομμουνιστικού Κόμματος τής Σοβιετικής Ένωσης για να δηλωθεί η τάση άκριτης και δουλικής υποταγής σε πολιτικούς ηγέτες —και συγκεκριμένα τότε στον Ιωσήφ Στάλιν—, μεγιστοποίησης τών προσόντων και χαρισμάτων τους και πρόσδοσης σ' αυτούς τής ιδιότητας τού αλάθητου και τής ικανότητας να δημιουργούν κατά το δοκούν την ιστορία, τάση που, μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο, μπορεί να οδηγήσει σε παραμόρφωση και εκφυλισμό τών θεσμών, αξιών και αρχών και στη χρησιμοποίηση συγκεντρωτικών, αυταρχικών και αντιδημοκρατικών μεθόδων άσκησης τής εξουσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπολάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. προσωπολατρεία, (< πρόσωπο + λατρεία) μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Νέα Ἐφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.